Ἀθηναικόν

Ἀθηναικόν
Ἀθηναικός
pertaining to Athena
masc acc sg
Ἀθηναικός
pertaining to Athena
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακοδιαθεσία — η κακή διάθεση, αδιαθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Αθηναϊκόν Ημερολόγιον] …   Dictionary of Greek

  • καταφώτιστος — η, ο κατάφωτος, γεμάτος λάμψη, καταφωτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταφωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Ημερολόγιον Αθηναϊκόν] …   Dictionary of Greek

  • Βλαχογιάννης, Γιάννης — (Ναύπακτος 1867 – Αθήνα 1945).Ιστοριοδίφης και λογοτέχνης. Από την κοινή ονομασία της γενέτειράς του (Έπαχτος), υιοθέτησε το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιάννης Eπαχτίτης. Η μητέρα του είχε σουλιώτικη καταγωγή· η προμάμμη του, Λαμπρογκιώναινα, ανήκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”